πηλοδύτης

πηλοδύτης
ο, Ν
ζωολ. μικρόσωμος ευκίνητος βάτραχος, νυκτόβιος και σκαπτικός, που απαντά στη Δυτική Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pelodytes (< πηλός + δύτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”